- πρόσχειρος
- -ον, Απρόχειρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόσχειροι — πρόσχειρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
ՊԱՏՐԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0623 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 14c ա. ἔτοιμος paratus, promptus. Հանդերձեալ կազմեալ. կազմ, եւ յոժար. ... *Եւ դու լուիցես յերկնից ʼի պատրաստ բնակութենէ քումմէ: Եւ էինկութք պատրաստ հնձելոյ: Ես ʼի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)